- προσεγχειρήσομεν
- πρός , ἐν-χειρέωaor subj act 1st pl (epic)πρός , ἐν-χειρέωfut ind act 1st plπρόσ-ἐγχειρέωtakeaor subj act 1st pl (epic)πρόσ-ἐγχειρέωtakefut ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.